μετανιώνω — και μετανοιώνω (Μ μετανιώνω και μετανών[ν]ω) 1. μεταμελούμαι, μετανοώ 2. αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω απόφαση 3. αλλαξοπιστώ (4. φρ. α) «θα τό μετανιώσεις» και «θέλεις τὸ μετανώσει(ν)» λέγεται ως απειλητική πρόβλεψη β) «κι οπού τό μετανιώσει» ως… … Dictionary of Greek
μετανιώνω — μετάνιωσα, μετανιωμένος, αλλάζω γνώμη ή απόφαση, μετανοώ, μεταμελούμαι: Μετάνιωσε για το κακό που έκανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετανοώ — (ΑΜ μετανοῶ, έω) [νοώ] 1. αλλάζω γνώμη ή σκοπό («ηθέλησα τον πλάνον τον Έρωτα ν αφήσω, να κόψω τους δεσμούς του και να μετανοήσω», Χριστόπ.) 2. λυπάμαι για αμαρτίες που έκανα ή για καλές πράξεις που παρέλειψα να κάνω, μεταμελούμαι («μετανόησον… … Dictionary of Greek
μετανοώ — μετανοώ, μετανόησα, μετανοημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: μετανιώνω – μετανοώ : το μετανοώ περιορίζεται κυρίως στην έννοια → μετανιώνω για λάθος ή κακό που έκανα. Έτσι, δεν μπορούμε να πούμε π.χ. ξεκίνησα να πάω εκδρομή, αλλά μετανόησα (μετάνιωσα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Noima — Studio album by Peggy Zina Released September 12, 2005 … Wikipedia
Deka Endoles — Δέκα Εντολές Studio album by Despina Vandi Released December 1997 Recorded … Wikipedia
αλληλουίζω — [αλληλούια] 1. λέω άλλα λόγια από πριν, αλλαξογνωμώ 2. μεταμελούμαι, μετανιώνω 3. συγχύζομαι, τά χάνω … Dictionary of Greek
αμετάνιωτος — η, ο [μετανιώνω] ο αμετανόητος … Dictionary of Greek
ευμετάμελος — εὐμετάμελος, ον (Μ) (Α εὐμεταμέλητος, ον) αυτός που μεταμελείται, που μετανοεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα μέλομαι «μετανιώνω»] … Dictionary of Greek
λογισμομαχώ — λογισμομαχῶ, έω (Μ) 1. βασανίζω το μυαλό μου για κάτι 2. υποχωρώ, μετανιώνω, αλλάζω γνώμη παραδεχόμενος το λάθος μου 3. έρχομαι σε συμβιβασμό με κάποιον μετά από αγώνα ή φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογισμός + μαχώ (< μαχος < μάχομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek